Αυτοπροσωπογραφία by Jeanne Hébuterne - c. 1917 - 44,5 x 30,5 εκ. Αυτοπροσωπογραφία by Jeanne Hébuterne - c. 1917 - 44,5 x 30,5 εκ.

Αυτοπροσωπογραφία

λάδι σε σανίδα σε κορνίζα του καλλιτέχνη • 44,5 x 30,5 εκ.
  • Jeanne Hébuterne - 6 April 1898 - 26 January 1920 Jeanne Hébuterne c. 1917

Η Ζαν Εμπουτέρν είναι γραμμένη στην ιστορία της τέχνης ως μούσα, μοντέλο, ερωμένη και μητέρα του παιδιού του Μοντιλιάνι, της Τζιοβάννα. Το φλογερό και τελικά τραγικό ειδύλλιο μεταξύ της Ζαν και του Μοντιλιάνι καταδικάστηκε από την οικογένειά της και δηλητηριάστηκε από την ασταθή ζωή και την ασθένειά του· τερματίστηκε με τον θάνατο του Μοντιλιάνι στις 14 Ιανουαρίου 1920, ακολουθούμενο από την αυτοκτονία της 21χρονης και οκτώ μηνών εγκύου, Ζαν, λιγότερο από 48 ώρες μετά.

Η Εμπουτέρν ήταν και η ίδια ζωγράφος. Μονάχα πολύ πρόσφατα, η ζωγράφος Ζαν Εμπουτέρν απέκτησε δική της φωνή. Σπούδασε κι εκείνη, όπως και ο αδελφός της Αντρέ που φιλοδοξούσε να γίνει ζωγράφος, στην Ακαντεμί Κολαροσί στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Μοντιλιάνι το 1916.

Αυτό το εμβληματικό, καθηλωτικό πορτρέτο, ζωγραφισμένο περίπου το 1917 (την ίδια περίοδο που ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε το πρώτο της πορτρέτο) αψηφά τις γνωστές περιγραφές της Ζαν ως ντροπαλού, ήσυχου και ευαίσθητου χαρακτήρα. Με τα διαπεραστικά αμυγδαλωτά μάτια να κοιτούν κατευθείαν τον θεατή και τη χρήση επίπεδων, τολμηρών χρωμάτων, η Ζαν φαίνεται να απεικονίζει τον εαυτό της σαν μια νεαρή γυναίκα, με πεποίθηση στην απόφασή της να συγκατοικήσει με τον μέθυσο και άρρωστο εραστή της προς απογοήτευση της οικογένειά της.

Σύμφωνα με φίλους της, η Ζαν υπήρξε ικανή ζωγράφος και ράφτρα και σχεδίαζε η ίδια τα ρούχα της. Η ρόμπα που φορά, εμπνευσμένη από την Ιαπωνία, είναι πιθανότατα δικό της δημιούργημα. Δεδομένου του πρόωρου θανάτου της καλλιτέχνιδας και της σπανιότητα των έργων της στην αγορά τέχνης, η Αυτοπροσωπογραφία της Ζαν αποτελεί μια μοναδική μαρτυρία, απεικονίζοντάς την ως τη νέα και όμορφη καλλιτέχνιδα με τις δύο μακριές καστανοκόκκινες κοτσίδες και τη μαύρη κορδέλα στα μαλλιά, η χρωματική αντίθεση των οποίων της έδωσε το παρατσούκλι «Νουά ντε Κοκό» (καρύδα) από τους συναδέλφους της στο Μονπαρνέ.